- σκουμπρί
- maquereau
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκουμπρί — (scomber scombrus). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκομβριδών. Είναι κοινό στον Ατλαντικό, στις γύρω θάλασσες και στη Μεσόγειο, όπου αλιεύεται εντατικά για το εύγεστο κρέας του. Το σ., που υπό την αποξηραμένη μορφή του λέγεται… … Dictionary of Greek
σκουμπρί — το είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκομβρίδες — (Scombridae). Οικογένεια ακανθοπτέρων ψαριών, που περιλαμβάνει περίπου 160 είδη. Το σώμα τους ποικίλλει στα διάφορα γένη, αλλά συνήθως είναι μακρουλό και πιεσμένο στις πλευρές, γυμνό ή με πολύ μικρά λέπια. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, η στοματική… … Dictionary of Greek
σκομβρίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρός σκόμβρος, μικρό σκουμπρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί» + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
σκόμβρος — ο, ΝΑ λόγια ονομασία τού ψαριού σκουμπρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scomber), ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το υποκορ. σκουμπρί*] … Dictionary of Greek
σαυρίδι — Λέγεται και σαφρίδι. Ψάρι της οικογένειας των Καρανγκιδών, της υπόταξης των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι τράχουρος ο γνήσιος. Το μήκος του σ. φτάνει τα 25 40 εκ. Μοιάζει με το σκουμπρί, αλλά δεν έχει,… … Dictionary of Greek
σκομβρέσοξ — ο, Ν ζωολ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. sombresox < λατ. somber, bri (< σκόμβρος, / σκουμπρί) + esox «ψάρι τού γλυκού νερού»] … Dictionary of Greek
σκομβρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. γογγύζω 2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα… … Dictionary of Greek
σκομπρί(ο)ν — τὸ, Μ βλ. σκουμπρί … Dictionary of Greek
τσίρος — και τζίρος, ο, ΝΜ, και τζῆρος και τζύρος Μ αποξηραμένο αρσενικό και άπαχο σκουμπρί νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος άνθρωπος («έγινε τσίρος από την πείνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. κηρίς «είδος ψαριού» με τσιτακισμό. Κατ άλλους … Dictionary of Greek
τόν(ν)ος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών μεγάλης εμπορικής αξίας εδώδιμων θαλάσσιων ψαριών τού γένους θύννος, πολύ συγγενικών με την παλαμίδα και το σκουμπρί, που συγκροτούν την οικογένεια θυννίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. tonno < θύννος] … Dictionary of Greek